-
1 εὐήμερος
2 bright, happy,εὐάμεροι μολπαί E.Fr.773.47
(lyr., nisi leg. - αμερίαι) ; χρόνῳ δ' ἐξέλαμψεν εὐ. Id.Hyps.Fr.41(64).62 (lyr.); (lyr.); (perh. with play on ἥμερος) ; τὸ εὐ. a prosperous life, Ph.1.515.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήμερος
См. также в других словарях:
ευήμερος — I (Μεσσήνη 340 – 260; π.Χ.). Φιλόσοφος. Έγραψε το περίφημο έργο Ιερός ΛόγοςΙερά Αναγραφή, στο οποίο αφηγείται ένα ταξίδι του στο νησί Παγχαία του Ινδικού ωκεανού: όταν έφτασε στην πρωτεύουσα Πάναρα, σύμφωνα με την αφήγησή του, είδε μια χρυσή… … Dictionary of Greek